χρεωστώ

χρεωστώ
χρεωστῶ, -έω, ΝΜΑ, και χρωστώ και χρωστάω και λόγιος τ. χρεστώ Ν
οφείλω, έχω χρέος, είμαι χρεώστης
νεοελλ.
1. μτφ. έχω υποχρέωση, έχω καθήκον, έχω ηθική οφειλή («τού χρωστάω τα πάντα»)
2. φρ. α) «χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του» — έχει μεγάλο χρέος, χρωστάει πολλά
β) «χρωστάει τής Μιχαλούς» — είναι τρελός
γ) «τί τού χρωστάω;» — για ποιο λόγο, τί τού φταίω;
νεοελλ.-μσν.
έχω ηθική υποχρέωση, οφείλω
μσν.
1. μέσ. χρεωστοῡμαι, -έομαι
α) υπόκειμαι σε κάτι («χρεωστούμενοι θανάτῳ καὶ φθορᾷ», Κύριλλ.)
β) είμαι απαραίτητος
2. φρ. «χρεωστῶ πίστιν» — οφείλω υπακοή και εμπιστοσύνη (Άνν. Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. χρεωστῶ < χρεώστης (< χρέος* / χρέως + -της), ενώ ο νεοελλ. τ. χρωστώ, -άω < χρεωστῶ, με συναίρεση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρεωστώ — και χρωστώ και χρωστάω 1. είμαι χρεώστης, έχω χρέος, οφείλω: Χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του. 2. έχω καθήκον, έχω υποχρέωση. 3. φρ., «Xρωστάει της Μιχαλούς», είναι τρελός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεωστῶ — χρεωστέω to be in debt pres subj act 1st sg (attic epic doric) χρεωστέω to be in debt pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχρεώστητος — η, ο (Μ ἀχρεώστητος, ον) [χρεωστώ] Ι. (για ποσό χρηματικό ή τόκους) αυτός που δεν χρωστιέται, που δεν οφείλεται II. επίρρ. φρ. «αχρεωστήτως ληφθέντα» που δόθηκαν χωρίς να τα δικαιούται αυτός που τα πήρε …   Dictionary of Greek

  • διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… …   Dictionary of Greek

  • κεχρεωστημένως — (Α) επίρρ. επαξίως, κατ αξίαν, όπως αξίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρεωστημένος (μτχ. τού παρακμ. κεχρεώστημαι < χρεωστῶ «οφείλω»] …   Dictionary of Greek

  • προσχρεωστώ — έω, Α χρεωστώ επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • χρεώστημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χρεωστῶ] χρέος, οφειλή …   Dictionary of Greek

  • χρεώστησις — ήσεως, ἡ, Α [χρεωστῶ] (κατά τον Ησύχ.) χρέος, οφειλή …   Dictionary of Greek

  • χρωστώ — και ασυναίρ. τ. χρωστάω Ν βλ. χρεωστώ …   Dictionary of Greek

  • ευγνωμοσύνη — η 1. αναγνώριση του καλού που μας έγινε. 2. ευχαριστία, εκδήλωση ευχαριστίας: Χρεωστώ ευγνωμοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”